συγκατακτείνω

συγκατακτείνω
Α
φονεύω κάποιον μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κατακτείνω «φονεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγκατέκτανον — συγκατακτείνω slay together aor ind act 3rd pl συγκατακτείνω slay together aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατακτενῶ — συγκατακτείνω slay together fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και …   Dictionary of Greek

  • συγκατακαίνω — Α συγκατακτείνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακαίνω «φονεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συγκατακτείνας — συγκατακτείνᾱς , συγκατακτείνω slay together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατακτάς — συγκατακτά̱ς , συγκατακτείνω slay together aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”